- συνυφές
- συνυφήςwoven togethermasc/fem voc sgσυνυφήςwoven togetherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυφής — ές, ΝΑ νεοελλ. μτφ. συνυφασμένος αρχ. 1. υφασμένος μαζί με κάποιον άλλο 2. φρ. «συνυφές τι» είδος υφάσματος (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. παρ υφής] … Dictionary of Greek